αδαπάνητος

αδαπάνητος
-η, -ο
αυτός που δε δαπανήθηκε: Κάθε μήνα φρόντιζε να μένει αδαπάνητο ένα μέρος από τα έσοδά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδαπάνητος — η, ο (Α ἀδαπάνητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να δαπανηθεί 2. που δεν δαπανήθηκε, δεν ξοδεύτηκε, ο αξόδευτος, ο ανεξάντλητος (νεοελλ. επίρρ.) αδαπάνητα χωρίς δαπάνη, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαπανῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδαπανησία, αδαπανητί] …   Dictionary of Greek

  • αδαπανησία — η [αδαπάνητος] έλλειψη δαπάνης, το να μην ξοδεύει κανείς …   Dictionary of Greek

  • αδαπανητί — επίρρ. [αδαπάνητος] χωρίς δαπάνες, ανέξοδα, δωρεάν …   Dictionary of Greek

  • αδιασπάθιστος — η, ο [διασπαθίζω] αυτός που δεν διασπαθίστηκε, που δεν σπαταλήθηκε, ασπατάλητος, αδαπάνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”